νηγάτεος

νηγάτεος
νηγάτεος [pron. full] [ᾰ], η, ον, [dialect] Ep. Adj. of doubtful meaning and derivation, perh.
A newly made, χιτών, κρήδεμνον, Il.2.43, 14.185;

φᾶρος h.Ap. 122

;

καλύβαι A.R.1.775

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νηγάτεος — νηγάτεος, έη, ον (Α) πιθ. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νέος, καινούργιος («χιτώνα καλόν, νηγάτεον» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση της με αρχ. ινδ. ahata «αυτός που δεν έχει φορεθεί (για ρούχα)» ή με …   Dictionary of Greek

  • νηγάτεος — newly made masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηγάτεον — νηγάτεος newly made masc acc sg νηγάτεος newly made neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηγατέαις — νηγάτεος newly made fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηγατέῃσιν — νηγάτεος newly made fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηγατέῳ — νηγάτεος newly made masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • готовый — готов, готова, укр. готовий, ст. слав. готовъ ἕτοιμος (Супр.), болг. готов, сербохорв. го̀тов, словен. gotòv, чеш. hotovy, польск. gotowy, gotow, в. луж. hotowy, н. луж. gotowy. Родственно алб. gat готовый , gatuanj готовлю, варю , но едва ли… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”